- αναπνευστήρας
- Συσκευή που επιτρέπει στον άνθρωπο να αναπνέει, παρότι απομονώνει το αναπνευστικό σύστημα από το εξωτερικό περιβάλλον και παρέχει τον απαιτούμενο αέρα από άλλη οδό. Υπάρχουν δύο τύποι α.: ο α. ανοιχτού κυκλώματος, στον οποίο ο εκπνεόμενος αέρας αποβάλλεται στο εξωτερικό περιβάλλον, και ο α.κλειστού κυκλώματος, όπου ο αέρας αυτός χρησιμοποιείται πάλι, αφού πρώτα καθαριστεί. Ο α. αποτελείται κατά κανόνα από μια προσωπίδα όμοια με την αντιασφυξιογόνο. Στον α. ανοιχτού κυκλώματος, ένας εύκαμπτος σωλήνας συνδέει την προσωπίδα με μία φιάλη, η οποία περιέχει αέρα ή οξυγόνο, που αποτελούν απόθεμα το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα· στον α. κλειστού κυκλώματος, αντίθετα, το άζωτο που εκπνέεται καθαρίζεται με κατάλληλα φίλτρα και o αέρας που προορίζεται για την αναπνοή ξαναδημιουργείται στην απαραίτητη σύνθεσή του παίρνοντας οξυγόνο από μία φιάλη ή ανανεώνεται με την επίδραση ουσιών, που αντιδρούν χημικά χάρη στην παρουσία των προϊόντων της αναπνοής.
Οι α. χρησιμοποιούνται στον πόλεμο ως προστατευτικά μέσα από τα δηλητηριώδη αέρια, όταν αποδεικνύεται ανεπαρκής η αντιασφυξιογόνος προσωπίδα, σε περίπτωση πυρκαγιάς, για την παροχή βοήθειας μέσα στα ορυχεία, κατά τις καταδύσεις μέσα στη θάλασσα, καθώς και στην αεροπορία και ενίοτε στις ορειβατικές αναβάσεις, όταν στα μεγάλα ύψη το οξυγόνο της ατμόσφαιρας δεν είναι αρκετό για τις φυσιολογικές απαιτήσεις του οργανισμού.
Στην ιατρική, όταν διαπιστωθεί βαριά ανεπάρκεια στα νευρικά κέντρα που ρυθμίζουν την αναπνοή, χρησιμοποιούνται ειδικές συσκευές, από τις oποίες γνωστότερη και πιο διαδεδομένη είναι ο λεγόμενος τεχνητός ή σιδηρούς πνεύμονας, ο οποίος υπάρχει σε διάφορους τύπους.
Αναπνευστήρας ανοιχτού κυκλώματος· στον πιο διαδεδομένο τύπο, όπως αυτός που εικονίζεται δεξιά, ο ρυθμιστής της πίεσης και το στόμιο εισπνοής βρίσκονται επάνω και κάτω, αντίστοιχα, μεταξύ δύο πτυχωτών σωλήνων (φωτ. Costa).
Αναπνευστήρας κλειστού κυκλώματος με πνεύμονα, που φέρει στο κέντρο του τον μηχανισμό καθαρισμού του αέρα (φωτ. Costa).
* * *ο1. Ιατρ. συσκευή για εκτέλεση τεχνητής αναπνοής2. τεχνολ. σωλήνας που τροφοδοτεί με αέρα υποβρύχια σε κατάδυση ή δύτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αναπνευσ-, ανέπνευσα τού ρ. αναπνέω + κατάλ. -τήρας*. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. respirator].
Dictionary of Greek. 2013.